- εργάσιμη (ημέρα)
- dia feiner
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
εξαιρέσιμος — η, ο 1. που μπορεί να εξαιρεθεί. 2. που έχει λόγους απαλλαγής, εξαιρετέος: Εξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος. 3. Φρ., «εξαιρέσιμη ημέρα», η μη εργάσιμη ημέρα, ημέρα αργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγκαροδευτέρα — η, Ν 1. αργία κατά την ημέρα τής Δευτέρας την οποία τηρούσαν παλαιότερα οι τσαγκάρηδες 2. ειρων. εργάσιμη ημέρα την οποία μεταβάλλει κανείς σε αργία από τεμπελιά («σήμερα είναι τσαγκαροδευτέρα, δεν δουλεύουμε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαγκάρης + Δευτέρα] … Dictionary of Greek
ημεραργία — η 1. η καταναγκαστική αργία σε εργάσιμη ημέρα 2. αποζημίωση που καταβάλλεται σε κάποιον για ημιαργία ή για απομάκρυνση από την εργασία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)* + αργία] … Dictionary of Greek
παιδική εργασία — Έτσι ονομάζεται η μισθωτή εργασία των ανηλίκων, ατόμων. Στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, η παιδική εργασία υποβαλλόταν σε εκμετάλλευση με τους ίδιους όρους, όπως και η εργασία των ενηλίκων εργατών. Αυτό είχε ως συνέπεια … Dictionary of Greek
Τσαγκαροδευτέρα — η 1.η καθιερωμένη αργία των τσαγκάρηδων κάθε Δευτέρα. 2. εργάσιμη ημέρα που δε δουλεύει κάποιος από τεμπελιά: Σήμερα δε δουλεύω, έχω Τσαγκαροδευτέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημεραργία — η 1. υποχρεωτική αργία σε εργάσιμη ημέρα: Είχαμε πολλές ημεραργίες αυτόν το μήνα. 2. αποζημίωση που καταβάλλεται για τις υποχρεωτικές αργίες: Απεργούν, γιατί δεν πήραν ακόμη τις ημεραργίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνετος — η, ο (Α ἄνετος, ον) [ανίημι] αναπαυτικός, ξεκούραστος, βολικός, εύκολος νεοελλ. 1. (για ρούχα) όχι στενός, χαλαρός, ελαφρύς 2. απερίσπαστος, ο χωρίς έγνοιες ή εμπόδια αρχ. 1. (για ζώα) αμολητός, ελεύθερος 2. ακόλαστος, ασύδοτος 3. (για μέλη του… … Dictionary of Greek
εξαιρέσιμος — η, ο (Α ἐξαιρέσιμος, ον) [εξαιρώ] αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί νεοελλ. 1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος») 2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» μη εργάσιμη, αργία αρχ. φρ. «ἐξαιρέσιμοι… … Dictionary of Greek
πενθήμερος — και πενταήμερος, η, ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες 2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες νεοελλ. το πενθήμερο α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών β) (κατ… … Dictionary of Greek